Δεσποτικός στα τούρκικα
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ustaca, usta, ustaca bir, ustalıklı, ustalıkla
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, δεσποτικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δεσμός στα τούρκικα - konu, ise, iş, olay, mesele, bağ, tahvil, ...
- δεσποινίς στα τούρκικα - kaçırmak, kız, bayan, vuramamak, matmazel, Mademoiselle, hanımefendi, ...
- δεσπόζω στα τούρκικα - üstünlük sağlamak, üstünlük, tuşa basın, üstünlük elde, akması daha
- δευτερεύων στα τούρκικα - tali, ikincil, sekonder, orta, ikinci, ortaöğretim
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ustaca, usta, ustaca bir, ustalıklı, ustalıkla
Μεταφράσεις: ustaca, usta, ustaca bir, ustalıklı, ustalıkla