Διάταγμα στα τούρκικα
Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emretmek, karar, kararname, kararı, kararnamesi, kararnamenin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάταγμα
διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, διάταγμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διάστημα στα τούρκικα - ara, devir, aralık, aybaşı, müddet, süre, alan, ...
- διάσωση στα τούρκικα - kurtarmak, kurtarma, rescue, bir kurtarma
- διάταξη στα τούρκικα - hüküm, karşılığı, karşılık, hükmü
- διάφορα στα τούρκικα - değişik, muhtelif, farklı, ayrı, çeşitli, farklı bir
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emretmek, karar, kararname, kararı, kararnamesi, kararnamenin
Μεταφράσεις: emretmek, karar, kararname, kararı, kararnamesi, kararnamenin