Διασταύρωση στα τούρκικα
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, διασταύρωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα τούρκικα - genişletmek, genişlemek, dilate, genişler, dilate eden
- διασταλτός στα τούρκικα - genişleyebilir, uzayabilir
- διαστολή στα τούρκικα - genişleme, genişletme, genleşme, genişlemesi, büyüme
- διαστρεβλώνω στα τούρκικα - saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı
Μεταφράσεις: kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı