Διατάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: διατάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komut, emir, emretmek, Ben, I, ı, bir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διατάζω
διατάζω συνώνυμο, διατάζω συνώνυμα, διατάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διατάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διασχίζω στα τούρκικα - çarmıh, haç, çaprazlamak, çapraz, geçmeye, geçmek, arası, ...
- διασώζω στα τούρκικα - saklamak, korumak, kurtarmak, kurtarma, rescue, bir kurtarma
- διατάσσω στα τούρκικα - emretmek, istemek, emreden, emrederdi, emirde bulunmak
- διατήρηση στα τούρκικα - koruma, Korunması, Conservation, tasarrufu, korunumu
Τυχαίες λέξεις
Διατάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: komut, emir, emretmek, Ben, I, ı, bir
Μεταφράσεις: komut, emir, emretmek, Ben, I, ı, bir