Δοχείο στα τούρκικα
Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
konteyner, kap, konteynır, kabı, kapsayıcı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοχείο
δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δοχείο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δουλειές στα τούρκικα - iş, meşguliyet, meslek, ticari, görev, işletmeniz, Business, ...
- δουλεύω στα τούρκικα - çalışmak, iş, görev, çalışma, çalışmaları, çalışması, eser
- δούλος στα τούρκικα - köle, slave, bağımlı, kölesi, ikincil
- δράκος στα τούρκικα - ejderha, dragon, ejder, bir ejderha
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: konteyner, kap, konteynır, kabı, kapsayıcı
Μεταφράσεις: konteyner, kap, konteynır, kabı, kapsayıcı