Δυνατός στα τούρκικα
Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, olası, mümkündür, mümkün olan, muhtemel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυνατός
δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας τούρκικα, δυνατός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δυναμικός στα τούρκικα - kuvvetli, dinamik, dinamik bir, devingen
- δυνατά στα τούρκικα - yüksek sesle, sesle, gürültüyle
- δυο στα τούρκικα - iki, iki adet, ikisi
- δυσάρεστος στα τούρκικα - nahoş, nahoş bir, hoşa gitmeyen, hoş olmayan, disagreeable
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, olası, mümkündür, mümkün olan, muhtemel
Μεταφράσεις: katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, olası, mümkündür, mümkün olan, muhtemel