Εγκυμοσύνη στα τούρκικα
Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gebelik, hamilelik, gebeliğin, gebeliğe, hamile
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας τούρκικα, εγκυμοσύνη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εγκρίνω στα τούρκικα - onaylamak, onaylaması, onaylama, onaylanması, onaylar
- εγκρατής στα τούρκικα - kanaatkâr, abstinent, sigara içmeden, az yiyip içen, kaçınanım
- εγκόσμιος στα τούρκικα - dünyevi, sıradan, maddesel, sıradan bir, dünyasal
- εγχάραξη στα τούρκικα - oyma, gravür, hakketme, işleme, kesilmesi
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gebelik, hamilelik, gebeliğin, gebeliğe, hamile
Μεταφράσεις: gebelik, hamilelik, gebeliğin, gebeliğe, hamile