Εισβολέας στα τούρκικα
Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saldırgan, saldırganın, bir saldırganın
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολέας
εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας τούρκικα, εισβολέας στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εισαγωγικός στα τούρκικα - tanıtıcı, giriş, tanıtım, başlangıç, giriş niteliğinde
- εισβάλλω στα τούρκικα - istila etmek, saldırmak, işgal, istila, invaze
- εισβολή στα τούρκικα - istila, işgali, işgal, invazyon, invazyonu
- εισιτήριο στα τούρκικα - bilet, bileti
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: saldırgan, saldırganın, bir saldırganın
Μεταφράσεις: saldırgan, saldırganın, bir saldırganın