Ενίσχυση στα τούρκικα

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amplifikasyon, amplifikasyonu, büyütme, yükseltme, güçlendirme
Ενίσχυση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενίσχυση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα τούρκικα - yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin
  • ενήλικος στα τούρκικα - yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin
  • εναγής στα τούρκικα - korkunç, iğrenç, davacı, davacının
  • εναγόμενος στα τούρκικα - davalı, sanık, sanığın, davalının, sanığı
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: amplifikasyon, amplifikasyonu, büyütme, yükseltme, güçlendirme