Εναιώρημα στα τούρκικα
Μετάφραση: εναιώρημα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναιώρημα
εναιώρημα ορισμός, πόσιμο εναιώρημα, εναιώρημα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εναιώρημα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εναγής στα τούρκικα - korkunç, iğrenç, davacı, davacının
- εναγόμενος στα τούρκικα - davalı, sanık, sanığın, davalının, sanığı
- εναιώρημα στα τούρκικα - süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
- εναλλάσσω στα τούρκικα - alternatif, alternatif bir, diğer, yedek, seçenek
- εναλλαγή στα τούρκικα - nöbetleşme, alternation, ardalanmaları, değiştirme, ardalanması
Τυχαίες λέξεις
Εναιώρημα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
Μεταφράσεις: süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma