Ενθάρρυνση στα τούρκικα

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teşvik, cesaret, teşviki, teşvik edilmesi, bir teşvik
Ενθάρρυνση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενθάρρυνση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα τούρκικα - etkin, faal, aktif, aktif bir, etken, olarak aktif
  • ενημέρωση στα τούρκικα - güncelleme, güncelleştirme, güncellenmesi, güncelleştirilmesi, güncellemesi
  • ενθαρρύνω στα τούρκικα - ilerletmek, teşvik etmek, teşvik, davet ediyoruz, öneririz, ediyoruz
  • ενθουσιασμένος στα τούρκικα - heyecanlı, heyecanlıyız, heyecanlıydı, heyecanlandım, heyecanlıyım
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: teşvik, cesaret, teşviki, teşvik edilmesi, bir teşvik