Ισχυρογνώμων στα τούρκικα

Μετάφραση: ισχυρογνώμων, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inatçı, dikbaşlı, dik kafalı, headstrong, inatçı bir
Ισχυρογνώμων στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρογνώμων

ισχυρογνώμων ορισμος, ισχυρογνώμων ψυχολογια, ισχυρογνώμων κλιση, ισχυρογνώμων αγγλικα, ισχυρογνώμων τι σημαινει, ισχυρογνώμων λεξικό γλώσσας τούρκικα, ισχυρογνώμων στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ισχυρισμός στα τούρκικα - hak, iddia, talep, iddiası, hasar, iddianın
  • ισχυρογνώμονας στα τούρκικα - inatçı, obdurate, taş kalpli, katı yürekli, üyesini bir tarafa bırakırsak
  • ισχυρός στα τούρκικα - eğilmez, kuvvetli, ölü, ceset, bükülmez, güçlü, güçlü bir, ...
  • ισχύς στα τούρκικα - güç, gücü, gç, elektrik, enerji
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρογνώμων στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: inatçı, dikbaşlı, dik kafalı, headstrong, inatçı bir