Καθημερινός στα τούρκικα
Μετάφραση: καθημερινός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
günlük, her gün, gün, günde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθημερινός
καθημερινός συνώνυμο, καθημερινόσ συνώνυμα, καθημερινός καθαρισμός προσώπου, καθημερινός πολιτισμός, καθημερινός πονοκέφαλος, καθημερινός λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθημερινός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθηγήτρια στα τούρκικα - öğretmen, profesör, profesörü, öğretim, doçent, profesörü olan
- καθηγητής στα τούρκικα - öğretmen, profesör, profesörü, öğretim, doçent, profesörü olan
- καθησυχάζω στα τούρκικα - sakinleştirmek, tranquilize, sakinlefltirmek, yatıştırmak
- καθησύχαση στα τούρκικα - güvence, reasürans, güven verme, güvencenizdir
Τυχαίες λέξεις
Καθημερινός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: günlük, her gün, gün, günde
Μεταφράσεις: günlük, her gün, gün, günde