Καθρέφτης στα τούρκικα
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθρέφτης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα τούρκικα - takım, koymak, sabit, sabit bir, değişmez
- καθοριστικός στα τούρκικα - kesin, determinant, belirleyici, belirleyicisi, belirleyicisidir, bir belirleyici
- καθυστέρηση στα τούρκικα - tehir, gecikme, geciktirmek, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
- καθυστερημένος στα τούρκικα - engelli, geriliği, özürlü, retarded, geri zekalı
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar
Μεταφράσεις: ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar