Κατασκευάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: κατασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, üretmek, ulaşmak, imal, marka, uzanmak, yetişmek, uzatmak, erişmek, sağlamak, yasamak, kurmak, yaratmak, yalan, imal edilmesi, uydurmak
Κατασκευάζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατασκευάζω

κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω κοσμήματα, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω θερμοκήπιο, κατασκευάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατασκευάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καταρροή στα τούρκικα - nezle, catarrh
  • κατασκήνωση στα τούρκικα - kamp, kampı, camp, kampında, bir kamp
  • κατασκευή στα τούρκικα - yapı, inşaat, yapımı, yapım, inşaatı
  • κατασκευαστής στα τούρκικα - prodüktör, üretici, üreticisi, Üreticiler, üreticisidir, imalatçısı
Τυχαίες λέξεις
Κατασκευάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapmak, üretmek, ulaşmak, imal, marka, uzanmak, yetişmek, uzatmak, erişmek, sağlamak, yasamak, kurmak, yaratmak, yalan, imal edilmesi, uydurmak