Καυστήρας στα τούρκικα

Μετάφραση: καυστήρας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazan, brülör, Yakıcı, yazıcı, burner, bek
Καυστήρας στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυστήρας

καυστήρας pellet, καυστήρας φυσικού αερίου, καυστήρας πελλετ, καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας πέλλετ τιμή, καυστήρας λεξικό γλώσσας τούρκικα, καυστήρας στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καυγαδίζω στα τούρκικα - kavga, wrangle, tartışmak, dalaşmak, kavga etmek
  • καυσαέριο στα τούρκικα - duman, buhar, egzoz, egzos, egzost, atık
  • καυστικός στα τούρκικα - fahişe, orospu, ihtiraslı, ateşli, kavurucu, torrid, yakıcı
  • καυτερός στα τούρκικα - yanan, yanma, yazma, yakma, yakıcı
Τυχαίες λέξεις
Καυστήρας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kazan, brülör, Yakıcı, yazıcı, burner, bek