Κλέβω στα τούρκικα

Μετάφραση: κλέβω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aldatmak, aşırmak, tutuklama, çimdiklemek, çalmak, hırsızlık yapmak, hırsızlık, thieve
Κλέβω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλέβω

κλέβω εκκλησία, κλέβω στα αγγλικά, κλέβω internet, κόβω κλίση, κλέβω ονειροκρίτης, κλέβω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλέβω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κλάσμα στα τούρκικα - kesir, fraksiyonu, fraksiyon, kısmı, kısım
  • κλάψιμο στα τούρκικα - klapsimo
  • κλήμα στα τούρκικα - asma, Vine, virane, bağ, sarmaşık
  • κλήρος στα τούρκικα - pay, takım, ruhban sınıfı, din adamları, din adamlarının, ruhban, din adamlarına
Τυχαίες λέξεις
Κλέβω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aldatmak, aşırmak, tutuklama, çimdiklemek, çalmak, hırsızlık yapmak, hırsızlık, thieve