Μέτοχος στα τούρκικα
Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hissedar, hissedarı, ortak, ortağı, ortaklık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτοχος
βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας τούρκικα, μέτοχος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μέσον στα τούρκικα - orta, ortamı, ortam, orta ölçekli
- μέσος στα τούρκικα - ortalama, ortalaması, Puan ortalaması
- μέτρηση στα τούρκικα - ölçüm, ölçümü, ölçme, ölçü, ölüm
- μέτριος στα τούρκικα - azaltmak, hafifletmek, yatıştırmak, yumuşatmak, ılımlı, orta, orta derecede, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hissedar, hissedarı, ortak, ortağı, ortaklık
Μεταφράσεις: hissedar, hissedarı, ortak, ortağı, ortaklık