Μειοψηφία στα τούρκικα
Μετάφραση: μειοψηφία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azınlık, azınlıkların, azınlığın, bir azınlık
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μειοψηφία
καταστατική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, αναστέλλουσα μειοψηφία, μαχόμενη μειοψηφία, μειοψηφία λεξικό γλώσσας τούρκικα, μειοψηφία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μεθύστακας στα τούρκικα - remi, Rummy, Okey, tuhaf, bir Rummy
- μειονέκτημα στα τούρκικα - dezavantaj, dezavantajı, bir dezavantaj, dezavantajı ise
- μειώνομαι στα τούρκικα - damla, eksiltmek, salıvermek, azaltmak, damlamak, azalmak, wane, ...
- μειώνω στα τούρκικα - azaltmak, küçültmek, indirmek, kısaltmak, abridge, özetlemek, kısaltın, ...
Τυχαίες λέξεις
Μειοψηφία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: azınlık, azınlıkların, azınlığın, bir azınlık
Μεταφράσεις: azınlık, azınlıkların, azınlığın, bir azınlık