Μορφάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: μορφάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüz buruşturma, face, grimace, hoşnutsuzluk, buruşmuş suratlarını
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μορφάζω
μορφάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μορφάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μονός στα τούρκικα - yalnız, tek, acayip, tek bir, tek kişilik, tekli
- μονότονος στα τούρκικα - monoton, tekdüze, monoton bir, monotonous
- μορφή στα τούρκικα - biçim, kalıp, şekil, sınıf, tür, cins, çeşit, ...
- μορφώνω στα τούρκικα - yetiştirmek, kalıp, biçim, şekil, eğitmek, eğitim, yetiştirmektir, ...
Τυχαίες λέξεις
Μορφάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yüz buruşturma, face, grimace, hoşnutsuzluk, buruşmuş suratlarını
Μεταφράσεις: yüz buruşturma, face, grimace, hoşnutsuzluk, buruşmuş suratlarını