Οικιστής στα τούρκικα

Μετάφραση: οικιστής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göçmen, yerleşimci, settler, yerleşimci bir, bir yerleşimci
Οικιστής στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστής

οικιστής λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικιστής στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οικιακός στα τούρκικα - aile, evcimen, evcil, ev, hanehalkı, hane, evsel, ...
  • οικισμός στα τούρκικα - köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, ...
  • οικιστικός στα τούρκικα - yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak
  • οικογένεια στα τούρκικα - sınıf, kategori, nesil, soy, aile, ailesi, ailesinin, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικιστής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: göçmen, yerleşimci, settler, yerleşimci bir, bir yerleşimci