Οργή στα τούρκικα
Μετάφραση: οργή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çılgınlık, hiddetlenmek, hiddet, öfke, mizaç, Rage, öfkesi, moda, Rage Of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργή
οργή «λαού» στα social media για τον αρραβώνα σπυροπούλου-κοντομηνά, οργή συνωνυμα, οργή μόσχας για αθήνα, οργή ονειροκρίτης, οργή (1962), οργή λεξικό γλώσσας τούρκικα, οργή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ορατότητα στα τούρκικα - görünürlük, görünürlüğü, görüş, görünürlüğünü, bir görünürlük
- οργάνωση στα τούρκικα - organizasyon, örgüt, kurum, organizasyonu, kuruluş
- οργίλος στα τούρκικα - asabi, testy, alıngan, sinirli, huysuz
- οργανίστας στα τούρκικα - orgcu, org, organist, bir organist, bir org
Τυχαίες λέξεις
Οργή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çılgınlık, hiddetlenmek, hiddet, öfke, mizaç, Rage, öfkesi, moda, Rage Of
Μεταφράσεις: çılgınlık, hiddetlenmek, hiddet, öfke, mizaç, Rage, öfkesi, moda, Rage Of