Πειθώ στα τούρκικα

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikna etmek, ikna, konusunda ikna, inandırmak
Πειθώ στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, πειθώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παύση στα τούρκικα - durma, duraklama, duraklatma, duraklat, duraklatmak
  • παύω στα τούρκικα - durdurmak, kesmek, bitmek, durmak, bitirmek
  • πείνα στα τούρκικα - acıkmak, açlık, açlığın, açlığı
  • πείραμα στα τούρκικα - deneme, deney, deneyi, deneyin
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ikna etmek, ikna, konusunda ikna, inandırmak