Περιορισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınırlama, kısıtlama, restriksiyon, kısıtlaması, sınırlandırma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, περιορισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα τούρκικα - indirmek, küçültmek, azaltmak, sınırlandırmak, sınırlamak, hapsetmek, hapsedin, ...
- περιορισμένος στα τούρκικα - kısıtlı, sınırlı, sınırlıdır, kısıtlanmış, yoktur
- περιουσία στα τούρκικα - nitelik, mal, özellik, mülk, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, ...
- περιοχή στα τούρκικα - küre, alan, bölge, bölgesi, region, Bölgeyi, bölgenin
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sınırlama, kısıtlama, restriksiyon, kısıtlaması, sınırlandırma
Μεταφράσεις: sınırlama, kısıtlama, restriksiyon, kısıtlaması, sınırlandırma