Πυκνότητα στα τούρκικα
Μετάφραση: πυκνότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoğunluk, yoğunluğu, yoğunluklu, yoğunlukta, dansiteli
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνότητα
πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα πάγου, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χαλκού, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, πυκνότητα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πυκνωτής στα τούρκικα - kondansatör, kapasitör, kondansatörü, kapasitörü, capacitor
- πυκνός στα τούρκικα - sık, koyu, kalın, tıknaz, sık dikilmiş
- πυκνώνω στα τούρκικα - kalınlaştırmak, koyulaştırmak, kalınlaşmak, sıklaştırmak, yoğunlaştırmak
- πυξίδα στα τούρκικα - pusula, compass, Pusulanın, pusulası, pergel
Τυχαίες λέξεις
Πυκνότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yoğunluk, yoğunluğu, yoğunluklu, yoğunlukta, dansiteli
Μεταφράσεις: yoğunluk, yoğunluğu, yoğunluklu, yoğunlukta, dansiteli