Σπιλώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: σπιλώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
besmirched, kirleten, bir biçimde lekelediler, biçimde lekelediler, lekelediler
Σπιλώνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπιλώνω

σπιλώνω λεξικο, σπιλώνω ετυμολογία, σπιλώνω συνώνυμα, σπιλώνω συνώνυμο, σπιλώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, σπιλώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • σπιθαμή στα τούρκικα - köprü, karış, yayılma, açıklıklı, açıklık, aralığı
  • σπιθοβολώ στα τούρκικα - kıvılcım, spithovolo
  • σπινθηροβόλος στα τούρκικα - an, scintillating, yeterince çekici, parıltıcı, kamaştırıcı, ışıltılı
  • σπιρουνίζω στα τούρκικα - spirounizo
Τυχαίες λέξεις
Σπιλώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: besmirched, kirleten, bir biçimde lekelediler, biçimde lekelediler, lekelediler