Συχνά στα τούρκικα
Μετάφραση: συχνά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sık sık, genellikle, sık, sıklıkla, çoğunlukla
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συχνά
συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά λεξικό γλώσσας τούρκικα, συχνά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συσχέτιση στα τούρκικα - ilişki, korelasyon, bağıntı, bir korelasyon, bir ilişki
- συσχετίζω στα τούρκικα - yoldaş, ilişki, korelasyon, ilişkili, korele, ilişkilendirmek
- συχνάζω στα τούρκικα - sık, sık sık, sık görülen, sıklıkla, sıkça
- συχνός στα τούρκικα - sık, sık sık, sık görülen, sıklıkla, sıkça
Τυχαίες λέξεις
Συχνά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sık sık, genellikle, sık, sıklıkla, çoğunlukla
Μεταφράσεις: sık sık, genellikle, sık, sıklıkla, çoğunlukla