Σωματικά στα τούρκικα
Μετάφραση: σωματικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedensel, vücut, beden, bedeni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματικά
σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, σωματικά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σωματείο στα τούρκικα - kulüp, dernek, kurum, şirket, kurumlar, şirketi, kuruluştur
- σωματειακός στα τούρκικα - birlik, somateiakos
- σωματικός στα τούρκικα - fiziksel, fiziki, fizik, bedensel
- σωματοφύλακας στα τούρκικα - koruma, koruması, bodyguard, korumam, muhafızlar
Τυχαίες λέξεις
Σωματικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bedensel, vücut, beden, bedeni
Μεταφράσεις: bedensel, vücut, beden, bedeni