Σύντροφος στα τούρκικα

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortak, yoldaş, eş, arkadaş, refakatçi, arkadaşıdır, arkadaştır
Σύντροφος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας τούρκικα, σύντροφος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα τούρκικα - yakında, hemen, en kısa sürede, çabuk, kısa süre sonra
  • σύντομος στα τούρκικα - kısa, kısa bir, kısaca, özet, kısa süreli
  • σύριγγα στα τούρκικα - şırınga, enjektör, bir şırınga, syringe
  • σύρμα στα τούρκικα - tel, telgraf, kablo, telli, teli, kablolu
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ortak, yoldaş, eş, arkadaş, refakatçi, arkadaşıdır, arkadaştır