Φαρμακερός στα τούρκικα
Μετάφραση: φαρμακερός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zehirli, venomed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαρμακερός
φαρμακερός λεξικό γλώσσας τούρκικα, φαρμακερός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- φαρδύς στα τούρκικα - geniş, çok, geniş bir, çapında, genişliğinde
- φαρμακείο στα τούρκικα - eczane, eczacılık, Eczanesi, Pharmacy, Ecza
- φαρμακευτικός στα τούρκικα - ilaç, farmasötik, farmasötik bir, eczacılık, farmakolojik
- φαρμακοποιός στα τούρκικα - eczacı, kimyager, Apothecary, eczacı olan, The Apothecary
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακερός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zehirli, venomed
Μεταφράσεις: zehirli, venomed