Φύλλωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: φύλλωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeşillik, yaprakları, yaprak dökümü, yaprak, yapraklar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φύλλωμα
φύλλωμα στο λαιμο, φύλλωμα δερματος, φύλλωμα μαστου, φύλλωμα κύστης, φύλλωμα στην ουροδόχο κύστη, φύλλωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, φύλλωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- φύλαρχος στα τούρκικα - kabile, aşiret, tribal, kabilesel, kabileye ait
- φύλλο στα τούρκικα - yaprak, yaprağı, yapraklı, leaf, kanat
- φύλο στα τούρκικα - eşey, seks, cinsiyet, sex, cinsel, cinsiyete
- φύση στα τούρκικα - tabiat, doğa, Nature, doğası, niteliği, doğal
Τυχαίες λέξεις
Φύλλωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yeşillik, yaprakları, yaprak dökümü, yaprak, yapraklar
Μεταφράσεις: yeşillik, yaprakları, yaprak dökümü, yaprak, yapraklar