Χειραγωγία στα τούρκικα

Μετάφραση: χειραγωγία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nasihat, rehberlik, öğüt, manipülatör, manipülatörü, manipulator, manipulatör, yerleştirme manipülatörü
Χειραγωγία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειραγωγία

χειραγωγία ορισμός, χειραγωγία στην πνευματική ζωή, χειραγωγία λεξικό γλώσσας τούρκικα, χειραγωγία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • χειράμαξα στα τούρκικα - araba, el arabası, arabası, wheelbarrow, bir el arabası
  • χειρίζομαι στα τούρκικα - kulp, ellemek, sap, işlemek, ele, idare, işleyebilir, ...
  • χειραφέτηση στα τούρκικα - azat etme, kurtuluşu, özgürleşme, kurtuluş, özgürleşmesi
  • χειραφετώ στα τούρκικα - azat etmek, enfranchise, hak tanımak, azat, bu hakkı
Τυχαίες λέξεις
Χειραγωγία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nasihat, rehberlik, öğüt, manipülatör, manipülatörü, manipulator, manipulatör, yerleştirme manipülatörü