Αγιοποιώ στα τσεχικά

Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kanonizovat, svatořečit, posvětit, posvětil, posvěcuji, posvěcovat, posvětili
Αγιοποιώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ

αγιοποιώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, αγιοποιώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αγελαίος στα τσεχικά - družný, stádní, společenský, společenští
  • αγενής στα τσεχικά - hrubý, neotesaný, nevychovaný, drsný, drzý, surový, nezdvořilý, ...
  • αγιοπρεπής στα τσεχικά - svatý, posvátný, agioprepis
  • αγιότητα στα τσεχικά - neporušitelnost, svátost, svatost, Svatý otče, svatosti, posvěcení
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kanonizovat, svatořečit, posvětit, posvětil, posvěcuji, posvěcovat, posvětili