Αμύνομαι στα τσεχικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chránit, bránit, obhajovat, hájit, uhájit, se bránit, bránit se, ubránit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, αμύνομαι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα τσεχικά - kovadlina, kovadlinka, anvil, kovadliny, kovadlinu
- αμύγδαλο στα τσεχικά - mandlový, mandle, mandlové, mandlového, mandloň
- αν στα τσεχικά - jak, když, kdyby, jestliže, jestli, zda, pokud
- ανά στα τσεχικά - po, v, za, na, ze, podle, skrze, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: chránit, bránit, obhajovat, hájit, uhájit, se bránit, bránit se, ubránit
Μεταφράσεις: chránit, bránit, obhajovat, hájit, uhájit, se bránit, bránit se, ubránit