Δανεισμός στα τσεχικά
Μετάφραση: δανεισμός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
půjčka, půjčit, zapůjčit, úvěr, výpůjčka, výpůjční, výpůjčky, půjčky, půjčování
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανεισμός
δανεισμός ελλάδας, δανεισμός εργαζομένων, δανεισμός βιβλίων, δανεισμός υπαλλήλου, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός λεξικό γλώσσας τσεχικά, δανεισμός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δανείζω στα τσεχικά - dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, ...
- δανειζόμενος στα τσεχικά - dlužník, vypůjčovatel, dlužníka, dlužníkem, vypůjčitel
- δαπάνες στα τσεχικά - náklad, výloha, výdaj, útraty, vydání, výdaje, vynaložení, ...
- δαπάνη στα τσεχικά - výloha, náklad, výdaj, vydání, výdaje, vynaložení, stát, ...
Τυχαίες λέξεις
Δανεισμός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: půjčka, půjčit, zapůjčit, úvěr, výpůjčka, výpůjční, výpůjčky, půjčky, půjčování
Μεταφράσεις: půjčka, půjčit, zapůjčit, úvěr, výpůjčka, výpůjční, výpůjčky, půjčky, půjčování