Διυλιστήριο στα τσεχικά

Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rafinérie, rafinerie, rafinérii, rafinérský, rafi- nerní
Διυλιστήριο στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο

διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας τσεχικά, διυλιστήριο στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικός στα τσεχικά - bázlivý, kolísavý, nesmělý, nerozhodný, ostýchavý, váhavý, neurčitý, ...
  • διστακτικότητα στα τσεχικά - rozpaky, nerozhodnost, váhání, otálení, váhavost, zaváhání, situace změnu skóre, ...
  • διφορούμενος στα τσεχικά - mnohoznačný, víceznačný, obojetný, dvojznačný, dvojsmyslný, pochybný, vyhýbavý, ...
  • διχάζω στα τσεχικά - rozdělovat, rozštěpit, rozdvojit, rozčlenit, dělit, rozdělit, rozdvojený
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rafinérie, rafinerie, rafinérii, rafinérský, rafi- nerní