Διχασμός στα τσεχικά

Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddíl, divize, členění, část, odbor, rozdělení, úsek, rozkol, oddělení, sekce, okres, rozdělování, hranice, dělení, obvod
Διχασμός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχασμός

διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας τσεχικά, διχασμός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διφορούμενος στα τσεχικά - mnohoznačný, víceznačný, obojetný, dvojznačný, dvojsmyslný, pochybný, vyhýbavý, ...
  • διχάζω στα τσεχικά - rozdělovat, rozštěpit, rozdvojit, rozčlenit, dělit, rozdělit, rozdvojený
  • διχοτομία στα τσεχικά - rozpoltit, zlom, pukat, rozštěp, roztrhnout, puklina, zlomenina, ...
  • διχοτομώ στα τσεχικά - rozpůlit, půlit, bisect, půlí, přetínat, protínají
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: oddíl, divize, členění, část, odbor, rozdělení, úsek, rozkol, oddělení, sekce, okres, rozdělování, hranice, dělení, obvod