Ελάττωμα στα τσεχικά

Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chyba, defekt, kaz, zběhnout, porucha, závada, vada, nedostatek, dezertovat, vadu
Ελάττωμα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωμα

ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας τσεχικά, ελάττωμα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εκών στα τσεχικά - rád, ochotně, willy, chtě, volky, Willyho, Willy se
  • ελάσσων στα τσεχικά - nezletilý, nedospělý, druhořadý, menší, malý, vedlejší, moll, ...
  • ελάττωση στα τσεχικά - zmírnění, zmenšení, sleva, srážka, snížení, úleva, redukce, ...
  • ελάφι στα τσεχικά - srnec, jelen, jelena, jeleni, jelení, deer
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: chyba, defekt, kaz, zběhnout, porucha, závada, vada, nedostatek, dezertovat, vadu