Ενέργεια στα τσεχικά

Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postup, akce, řízení, opatření, akční, žaloba, činnost
Ενέργεια στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενέργεια στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ενάρετος στα τσεχικά - spravedlivý, poctivý, oprávněný, čestný, počestný, ctnostný, ctnostné, ...
  • ενέδρα στα τσεχικά - záloha, nástraha, číhaná, číhat, léčka, přepadení, přepad, ...
  • ενήλικας στα τσεχικά - zralý, dospělý, dospělých, dospělé, adult, dospělého
  • ενήλικος στα τσεχικά - dospělý, zralý, dospělých, dospělé, adult, dospělého
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: postup, akce, řízení, opatření, akční, žaloba, činnost