Ενίσχυση στα τσεχικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozvedení, rozšíření, výztuž, vyztužení, zesílení, zvětšení, přehánění, posila, amplifikace, amplifikaci, amplifikační
Ενίσχυση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενίσχυση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα τσεχικά - zralý, dospělý, dospělých, dospělé, adult, dospělého
  • ενήλικος στα τσεχικά - dospělý, zralý, dospělých, dospělé, adult, dospělého
  • εναγής στα τσεχικά - hnusný, zatracený, strašný, hanebný, ohavný, odporný, prokletý, ...
  • εναγόμενος στα τσεχικά - obviněný, obžalovaný, žalovaný, žalovaná, žalované
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rozvedení, rozšíření, výztuž, vyztužení, zesílení, zvětšení, přehánění, posila, amplifikace, amplifikaci, amplifikační