Εντατικοποίηση στα τσεχικά

Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesílení, intenzifikace, zintenzivnění, intenzifikaci, intenzivnější
Εντατικοποίηση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, εντατικοποίηση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εντάσσω στα τσεχικά - zapsat, naverbovat, zaznamenat, registrovat, I, jsem, já, ...
  • εντατικά στα τσεχικά - intenzívně, intenzivně, intenzivněji, intenzivní, intenzivním
  • εντατικός στα τσεχικά - silný, intenzívní, usilovný, náruživý, vášnivý, prudký, intenzivní, ...
  • εντείνω στα τσεχικά - zvětšit, stupňovat, zvýšit, zostřit, zesílit, zintenzivnit, zintenzívnit, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zesílení, intenzifikace, zintenzivnění, intenzifikaci, intenzivnější