Επιβλέπω στα τσεχικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohlížet, kontrolovat, dozírat, dohlížení, dohlížet na
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας τσεχικά, επιβλέπω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα τσεχικά - sbor, strava, nasednout, naložit, nalodit, představenstvo, prkno, ...
- επιβιβάζω στα τσεχικά - vstoupit, nalodit, pustit, naložit, zahájit, vydat, nastoupit
- επιβλαβής στα τσεχικά - škodlivý, Zdraví škodlivý, škodlivé, škodlivá, škodlivých
- επιβλητικός στα τσεχικά - děsivý, autoritativní, hrůzný, hrozivý, strašný, hrůzyplný, hrozný, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dohlížet, kontrolovat, dozírat, dohlížení, dohlížet na
Μεταφράσεις: dohlížet, kontrolovat, dozírat, dohlížení, dohlížet na