Επικουρικός στα τσεχικά

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodatečný, pobočka, vedlejší, druhotný, doplňující, pomocný, podpůrný, podružný, přidělený, dceřiný, dceřiná, dceřiná společnost
Επικουρικός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, επικουρικός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα τσεχικά - oznámit, komunikovat, sdělit, komunikaci, sdělí, komunikují
  • επικουρία στα τσεχικά - pomoci, přispět, pomocník, pomáhat, napomáhat, pomocnice, péče, ...
  • επικράτηση στα τσεχικά - převaha, převládání, prevalence, výskyt, prevalenci, výskytu
  • επικρίνω στα τσεχικά - napomenout, odsuzovat, pokárat, hřímat, vybuchnout, kritizovat, peskovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dodatečný, pobočka, vedlejší, druhotný, doplňující, pomocný, podpůrný, podružný, přidělený, dceřiný, dceřiná, dceřiná společnost