Εποχή στα τσεχικά

Μετάφραση: εποχή, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stárnout, éra, věk, epocha, stáří, období, doba, sezóna, sezóny, sezóně, sezónu
Εποχή στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχή

εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή λεξικό γλώσσας τσεχικά, εποχή στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • επουσιώδης στα τσεχικά - bezvýznamný, nehmotný, irelevantní, nepodstatný, nepodstatné, nevýznamné
  • εποφθαλμιώ στα τσεχικά - bažit, dychtit, toužit po, dychtit po, prahnout, prahnou
  • εποχικός στα τσεχικά - sezónní, sezónnost, sezónnosti, sezonnost, sezonalita
  • επτά στα τσεχικά - sedm, sedmička, sedmi, seven
Τυχαίες λέξεις
Εποχή στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: stárnout, éra, věk, epocha, stáří, období, doba, sezóna, sezóny, sezóně, sezónu