Ευκατάστατος στα τσεχικά

Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohatý, majetný, blahobytný, zámožný, zámožní, dobře si
Ευκατάστατος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ευκατάστατος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ευκαιρία στα τσεχικά - narazit, riziko, příležitost, pravděpodobnost, možnost, šance, riskovat, ...
  • ευκαμψία στα τσεχικά - ohebnost, ohybnost, pružnost, poddajnost, přizpůsobivost, flexibilita, flexibilitu, ...
  • ευκολία στα τσεχικά - zručnost, dovednost, výhoda, obratnost, snadnost, zařízení, lehkost, ...
  • ευκολόπιστος στα τσεχικά - důvěřivý, lehkověrný, efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bohatý, majetný, blahobytný, zámožný, zámožní, dobře si