Καινούριος στα τσεχικά
Μετάφραση: καινούριος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čerstvý, nedávný, mladý, nový, student prvního ročníku, prváku, prvák, nováček, prváka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινούριος
καινούριος πλανήτης, καινούριος ή καινούργιος, καινούριος αγρότης, καινούριοσ χρόνοσ πάλι ξημερώνει, καινούριος ανασχηματισμός κυβέρνησης, καινούριος λεξικό γλώσσας τσεχικά, καινούριος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- καινοτόμος στα τσεχικά - novátorský, novotářský, inovace, inovaci, inovuje, inovovat, inovujících
- καινοφανής στα τσεχικά - román, novost, nový, moderní, nové, nová, románu
- καιρός στα τσεχικά - doba, čas, chvíle, epocha, takt, rytmus, trvání, ...
- κακά στα τσεχικά - silně, zle, špatně, špatný, špatné, vadné, špatná
Τυχαίες λέξεις
Καινούριος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: čerstvý, nedávný, mladý, nový, student prvního ročníku, prváku, prvák, nováček, prváka
Μεταφράσεις: čerstvý, nedávný, mladý, nový, student prvního ročníku, prváku, prvák, nováček, prváka