Μένω στα τσεχικά

Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podepřít, odložit, pobýt, meškat, žít, zůstávat, pobývat, odklad, bydlet, zůstat, žijící, zastavit, skutečný, pobyt, setrvat, prožít, pobytu, přerušit
Μένω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μένω

μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας τσεχικά, μένω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • μέμψη στα τσεχικά - odsuzovat, kritika, kritizovat, výtka, kárat, pokárání, vytýkat, ...
  • μέντα στα τσεχικά - máta, mincovna, máty, mátou, mincovny
  • μέρα στα τσεχικά - čas, denní, den, dne, denně
  • μέριμνα στα τσεχικά - zásobování, dodávka, nařízení, ustanovení, rezerva, zařízení, zabezpečení, ...
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: podepřít, odložit, pobýt, meškat, žít, zůstávat, pobývat, odklad, bydlet, zůstat, žijící, zastavit, skutečný, pobyt, setrvat, prožít, pobytu, přerušit