Μειοψηφία στα τσεχικά

Μετάφραση: μειοψηφία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
menšinový, menšina, nezletilost, minorita, menšinou, menšinu, menšině
Μειοψηφία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μειοψηφία

καταστατική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, αναστέλλουσα μειοψηφία, μαχόμενη μειοψηφία, μειοψηφία λεξικό γλώσσας τσεχικά, μειοψηφία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • μεθύστακας στα τσεχικά - bujný, bohatý, vydatný, opilec, žolíky, rummy, remy
  • μειονέκτημα στα τσεχικά - nedostatek, vada, vina, nevýhoda, nevýhodný, chyba, škoda, ...
  • μειώνομαι στα τσεχικά - padat, kanout, ztenčit, spustit, pokles, klesat, ubývat, ...
  • μειώνω στα τσεχικά - vyprázdnit, redukovat, zmenšovat, zkrátit, omezit, napravit, snížit, ...
Τυχαίες λέξεις
Μειοψηφία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: menšinový, menšina, nezletilost, minorita, menšinou, menšinu, menšině