Οξύ στα τσεχικά
Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kyselost, kousavý, kyselý, kyselina, kyseliny, kyselinu, kyselinou, kyselin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύ
οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας τσεχικά, οξύ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- οξυδέρκεια στα τσεχικά - ostrost, bystrost, pohled, vhled, Insight, nahlédnutí, pochopení
- οξυδερκής στα τσεχικά - horlivý, přísný, žádostivý, pronikavý, bystrý, štiplavý, prudký, ...
- οξύθυμος στα τσεχικά - mrzutý, popudlivý, iritabilní, citlivý, nedůtklivý, vznětlivý, podrážděný, ...
- οξύνοια στα τσεχικά - pronikavost, ostrovtip, bystrost, vychytralost
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kyselost, kousavý, kyselý, kyselina, kyseliny, kyselinu, kyselinou, kyselin
Μεταφράσεις: kyselost, kousavý, kyselý, kyselina, kyseliny, kyselinu, kyselinou, kyselin