Περιορισμός στα τσεχικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmenšení, restrikce, promlčení, omezování, ohraničení, omezení, snížení, delimitace, restrikční, omezením
Περιορισμός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας τσεχικά, περιορισμός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα τσεχικά - zredukovat, zpomalovat, brzdit, omezit, zmírňovat, zábrana, ohraničení, ...
  • περιορισμένος στα τσεχικά - konečný, omezený, omezen, omezena, omezeno, omezeny
  • περιουσία στα τσεχικά - statek, stav, sídliště, jmění, vlastnictví, poměry, postavení, ...
  • περιοχή στα τσεχικά - zóna, areál, obsah, obvod, okrsek, území, rozsah, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zmenšení, restrikce, promlčení, omezování, ohraničení, omezení, snížení, delimitace, restrikční, omezením